ανάρτυτος — η, ο (Α ἀνάρτυτος, ον) [αρτύω] (για φαγητό) αυτός που δεν περιέχει καρυκεύματα, ακαρύκευτος, άνοστος νεοελλ. 1. (για φαγητό) νηστήσιμος 2. (για ανθρώπους) αυτός που δεν αρτύθηκε, που νήστευσε σε περίοδο νηστείας … Dictionary of Greek
γιαλαντζί — 1. ψεύτικος 2. «γιαλαντζί ντολμάς» ντολμάς νηστήσιμος, με ρύζι και μυρωδικά τυλιγμένα σε αμπελόφυλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. τουρκ. yalanci «ψεύτικος»] … Dictionary of Greek
διακαινήσιμος — η (AM διακαινήσιμος) η εβδομάδα από την Κυριακή τού Πάσχα ώς την Κυριακή τού Θωμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + καινός (πρβλ. Νηστήσιμος)] … Dictionary of Greek
λαδερός — ή, ό (Μ λαδερός, ή, ό) [λάδι] αυτός που περιέχει λάδι, ελαιώδης νεοελλ. 1. λαδής, ελαιόχρωμος 2. λιπαρός 3. (για φαγητά) παρασκευασμένος με λάδι, νηστήσιμος 4. το ουδ. ως ουσ. το λαδερό α) δοχείο με στενό στόμιο εκροής, το οποίο περιέχει λάδι και … Dictionary of Greek
νηστικάρικος — νηστικάρικος, η, ον (Μ) νηστήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηστικός + κατάλ. άρικος (πρβλ. λυσσ άρικος)] … Dictionary of Greek
σαρακοστιανός — και σαρακοστινός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σαρακοστή, νηστήσιμος 2. (κατ επέκτ.) κάθε είδος τροφής που δεν έχει ζωική προέλευση και τρώγεται κατά την περίοδο τής νηστείας 3. μτφ. άνθρωπος υπερβολικά αδύνατος, κοκαλιάρης,… … Dictionary of Greek